- εχε-
- (ΑΜ ἐχε-).[ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α' συνθετικό εχε- ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α' συνθετικό, παρ' όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τουςπρβλ. αρχέ-κακος, εχέ-θυμος, εχε-πευκής, εχέ-φρων, μενε-δήϊος, μενε-πτόλεμος κ.τ.ό. Έχει επίσης διατυπωθεί η άποψη ότι το α' συνθετικό προήλθε αρχικώς από τ. β' πρ. προστακτικήςπρβλ. ελκε-χίτων (< έλκε χιτώνα!). Η σύνθεση με ρηματικό θ. πρέπει να θεωρηθεί αρχαιότατη (προελληνικοί χρόνοι), ενώ τα περισσότερα μαρτυρούμενα σύνθετα είναι ομηρικά. Τέτοιου τύπου σύνθετα απαντούν στην ποίηση και σε κύρια ονόματα τών αρχαϊκών χρόνων (πρβλ. ελκε-τρίβων (κατά το ελκε-χίτων), Αγέ-λαος, Αρχέ-λοχος, αλλά και στον Αττικό πεζό λόγοπρβλ. εχέ-βοιον, εχέβωμον, εχε-δερμία, εχε-κήλης κ.ά. και με έκθλιψη τού -ε-: εχ-έγγυος, εχ-ήντα κ.ά. Σπανιότερα εμφανίζονται παρόμοια σύνθετα, τών οποίων το α' συνθετικό ανάγεται πιθ. σε δισύλλαβες ρίζεςπρβλ. Ερύ-μηλος, ταλα-εργός, τανύ-πεπλος. Ειδικότερα τα σύνθετα με εχε- είναι τα εξής: εχέγγυος, εχέμυθος, εχέφρωναρχ.εχέβοιον, εχέβωμον, εχεγλωττία, εχέγναθον, εχεδερμία, εχεδημία, εχέθυμος, εχέκαλλος, εχεκήλης, εχέκολλος, εχεκτέανος, εχευηΐς, εχεπάμων, εχεπευκής, εχέπωλος, εχερρημοσύνη, εχέσαρκος, εχέστονος, εχέτλημσν.εχέπικρος].
Dictionary of Greek. 2013.